- υλονόμος
- και ὑληνόμος, -ον, Ααυτός που ζει και τρέφεται στα δάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -νόμος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑλονόμος — living in the woods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλονόμοι — ὑλονόμος living in the woods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλονόμοιο — ὑλονόμος living in the woods masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλονόμοισι — ὑλονόμος living in the woods masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλονόμων — ὑλονόμος living in the woods masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
υληνόμος — ον, Α βλ. ὑλονόμος … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek